Η υπέρβαση των ορίων ταχύτητας συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για την οδική ασφάλεια, με τις Αρχές να εντείνουν τους ελέγχους και τις τεχνολογικές μεθόδους επιτήρησης, την ώρα που ορισμένοι οδηγοί καταφεύγουν σε παράνομα μέσα για να αποφύγουν τις κυρώσεις.Οι ταχύτητες άνω των προβλεπόμενων ορίων συνιστούν διαρκή απειλή τόσο για τους ίδιους τους οδηγούς όσο και για το…
Η υπέρβαση των ορίων ταχύτητας συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για την οδική ασφάλεια, με τις Αρχές να εντείνουν τους ελέγχους και τις τεχνολογικές μεθόδους επιτήρησης, την ώρα που ορισμένοι οδηγοί καταφεύγουν σε παράνομα μέσα για να αποφύγουν τις κυρώσεις.
Ηλεκτρονική παρακολούθηση και παραβίαση της νομιμότητας
Οι ταχύτητες άνω των προβλεπόμενων ορίων συνιστούν διαρκή απειλή τόσο για τους ίδιους τους οδηγούς όσο και για τους υπόλοιπους χρήστες του οδικού δικτύου. Οι αστυνομικές Αρχές εφαρμόζουν τεχνολογικά προηγμένες μεθόδους παρακολούθησης, όπως τα γνωστά ραντάρ ταχύτητας, τα οποία ελέγχουν αποτελεσματικά την κυκλοφορία. Σε μια προσπάθεια να παρακάμψουν αυτούς τους ελέγχους, ορισμένοι οδηγοί επιλέγουν τη χρήση παράνομων συσκευών «αντιραντάρ», οι οποίες κυκλοφορούν ελεύθερα στο εμπόριο και σε διαδικτυακές πλατφόρμες.
Οι εν λόγω συσκευές διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: εκείνες που εντοπίζουν τα ραντάρ και προειδοποιούν τον οδηγό για την παρουσία τους και εκείνες που παρεμβαίνουν στην ακρίβεια της μέτρησης αποστέλλοντας παραπλανητικά σήματα. Παρά την ευρεία διαθεσιμότητα και την έξυπνη σχεδίασή τους –που σκοπό έχει να μη γίνονται αντιληπτές από τις Αρχές– η χρήση τους παραμένει παράνομη, με ιδιαίτερα αυστηρές κυρώσεις.
Νομικές συνέπειες και ουσία της πρόληψης
Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, μέσω του Άρθρου 20, παράγραφος 14, ορίζει ρητά ότι «αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα με εξοπλισμό εντοπισμού συσκευών μέτρησης ταχύτητας χωρίς να διαθέτει για τον εξοπλισμό αυτόν την κατά νόμο άδεια, καθώς και όποιος οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα με εξοπλισμό παρεμπόδισης συσκευών μέτρησης ταχύτητας, τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο 2.000 ευρώ, με αφαίρεση επιτόπου της άδειας ικανότητας οδηγού για 30 ημέρες και επιτόπου αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος για 60 ημέρες».
Η νομοθεσία δεν αφήνει περιθώρια ερμηνειών: η χρήση τέτοιων μέσων αντιβαίνει στο πνεύμα της οδικής ασφάλειας. Δεν πρόκειται μόνο για παραβίαση κανόνων, αλλά για υπονόμευση της ίδιας της ζωής, τόσο της δικής μας όσο και των άλλων. Η υπερβολική ταχύτητα παραμένει μία από τις κύριες αιτίες θανάτων στους ευρωπαϊκούς δρόμους, συμβάλλοντας σε περίπου 30% των θανατηφόρων τροχαίων.
Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία διευκολύνει την επιτήρηση, αλλά και την παράκαμψη των κανόνων, ο σεβασμός στον ΚΟΚ και στους συνανθρώπους μας παραμένει το ισχυρότερο «αντιραντάρ» της λογικής και της ευθύνης.
Δείτε και αυτά